καμίνι

καμίνι
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 315 κάτ.) του νομού Θεσπρωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 47 χλμ. ΝΑ της Ηγουμενίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παραμυθιάς του νομού Θεσπρωτίας.
* * *
το (AM καμίνιον)
(υποκορ. τού κάμινος) κλειστός χώρος που θερμαίνεται ισχυρότατα και στον οποίο ψήνονται πλίνθοι ή κεραμίδια, λειώνουν μέταλλα, απανθρακώνονται ξύλα κ.λπ.
νεοελλ.
μτφ. ισχυρός καύσωνας, υπερβολική ζέστη («το μεσημέρι το σπίτι είναι καμίνι»)
νεοελλ.-μσν.
μτφ. (για σφοδρό πάθος) φλόγα («ερωτικό καμίνι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + υποκορ. κατάλ. -ιον*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καμίνι — το χώρος κλειστός ολόγυρα που χρησιμεύει για το λιώσιμο μετάλλων, απανθράκωση ξύλων, ασβεστοποίηση πετρών κ.ά.: Η δουλειά στα καμίνια είναι σκληρή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμινίτης — καμινί̱της , καμινίτης baked in an oven masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • καμινάρης — (I) και καμινάς, ο (Μ καμινάρης) αυτός που εργάζεται σε καμίνι, εργάτης, καμινιού, καμινευτής μσν. αυτός που ανάβει το καμίνι τού λουτρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμίνι + κατάλ. άρης*]. (II) ο (Μ καμινάρης) το αξίωμα που είχε ο επί τού φόρου τών… …   Dictionary of Greek

  • ασβεστοκάμινο — το και νος, η καμίνι όπου παράγεται ασβέστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < άσβεστος + καμίνι, κάμινος. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γερμ. Kalkofen)] …   Dictionary of Greek

  • καμιναίος — καμιναῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στο καμίνι ή προέρχεται από αυτό 2. το θηλ. ως ουσ. ή καμιναία η κάμινος, το καμίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + κατάλ. αῖος (πρβλ. θαλαμ αίος, καλαμ αίος)] …   Dictionary of Greek

  • καμινεύς — καμινεύς, ὁ (Α) [καμινεύω] αυτός που εργάζεται σε καμίνι ή που μεταχειρίζεται καμίνι για την εργασία του, θερμαστής, καμινάρης …   Dictionary of Greek

  • καμινιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ., 93 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο κέντρο του νομού, 53 χλμ. Β της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ανατολικού Ζαγορίου. Μετά το 1991 ονομάστηκε Ανθρακίτης. * * …   Dictionary of Greek

  • καμινοκαύστης — καμινοκαύστης, ό, θηλ. καμινοκαύστρια (Α) 1. αυτός που θερμαίνει καμίνι ή κλίβανο 2. φρ. «καμινοκαύστης γύψου» αυτός που παράγει γύψο σε καμίνι ή κλίβανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + καύστης (< καύστης < καίω), πρβλ. ανθρακο καύστης, νεκρο… …   Dictionary of Greek

  • Thasos — Gemeinde Thasos Δήμος Θάσου …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”